- τρισσοκέφαλος
- τρισσοκέφαλοςthree-headedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρισσοκέφαλος — ον, Α τρικέφαλος («τρισσοκέφαλος, ἰδεῑν ὀλοὸν τέρας», Ορφ. Αργ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισσός «τριπλός» + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. τρι κέφαλος] … Dictionary of Greek
Hecate — HECĂTE, es, Græc. Ἑκάτη, ης, (⇒ Tab. I.) 1 §. Namen. Diesen führen einige von ἑκὰς, fern, her, weil sie weit von uns entfernet sey; oder von ἑκατὸν, hundert, weil sie mit hundert Opfern mußte versöhnet werden; oder auch weil sie der unbegrabenen… … Gründliches mythologisches Lexikon
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
τρισσοκάρηνος — ον, Α τρισσοκέφαλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισσός «τριπλός» + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. δι κάρηνος] … Dictionary of Greek